- ευσώματος
- -η, -ο (Α εὐσώματος, -ον)αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος, τρι-σώματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσώματος — well grown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσώματον — εὐσώματος well grown masc/fem acc sg εὐσώματος well grown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσωμάτους — εὐσώματος well grown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσωματώ — εὐσωματῶ, έω (Α) [ευσώματος] 1. είμαι ευσώματος, έχω σωματική υγεία 2. είμαι δυνατός, είμαι εύρωστος 3. είμαι φιλήδονος 4. (για δέντρα) αναπτύσσομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ευσωματία — εὐσωματία, ἡ (Α) [ευσώματος] η καλή κατάσταση τού σώματος, η ευεξία … Dictionary of Greek